Η γραπτή τοποθέτηση της συλλογικότητας Ρουβίκωνας για την θεματική του Ιμπεριαλισμού στα πλαίσια του προσυνεδριακού διαλόγου του Α΄ τακτικού συνεδρίου της Αναρχικής Ομοσπονδίας. http://anarchist-federation.gr/archives/1696
ΘΕΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ
Για το λεξιλόγιο και την πολιτική καταγωγή των εννοιών
Στο ζήτημα του ιμπεριαλισμού, και δεν είναι το μόνο (με πιο χαρακτηριστικό άλλο παράδειγμα την ορολογία σε σχέση με την ταξική πάλη) , το ιστορικά κατατεθιμένο λεξιλόγιο προέρχεται από την μαρξιστική/λενινιστική σχολή πολιτικής σκέψης. Ο αναρχικός λόγος ελάχιστα έχει ασχοληθεί πρωτογενώς με αυτή την θεματική κι αυτό συνήθως στα πλαίσια της κριτικής του στις Μ/Λ απόψεις. Θα ήταν ανόητο να επιχειρήσουμε να εφεύρουμε νέα ορολογία ακόμα και αν υπήρχαν τα απαραίτητα θεωρητικά εφόδια για ένα τέτοιο έργο. Σκοπός του λόγου μας είναι να γίνεται κατανοητός στο πολιτικό πεδίο, να αντιπαλεύει και να πείθει όχι να προβάλουμε κάποια αναρχική ιδιαιτερότητα στην φόρμα. Η Μ/Λ ορολογία για το ζήτημα του ιμπεριαλισμού, παρά το ότι ενσωματώνεται σε πολλά αντικρουόμενα ρεύματα που συχνά «πειράζουν» τους ορισμούς για να διευκολύνουν τα συμπεράσματά τους, είναι ο κοινός κώδικας στον κόσμο του αγώνα. Δεν αγνοούμε από την άλλη ότι ο «ιμπεριαλισμός» δεν είναι για τον Μαρξισμό ένα μεμονωμένο φαινόμενο προς κριτική αλλά εντάσσεται οργανικά στις συνολικές του αναλύσεις και προτάγματα. Αυτό για εμάς ως αναρχικούς σημαίνει ότι η χρήση των όρων γίνεται επιφανειακά, στο επίπεδο του «να καταλαβαινόμαστε» και κάθε αναζήτηση πολιτικής συνέχειας των λέξεων που χρησιμοποιούμε με Μ/Λ συστηματοποιήσεις είναι, είτε γίνεται καλοπροαίρετα είτε όχι, ματαιοπονία.
Απο το 1936 και μετά, και έως ότου να εμφανιστούν δυνάμεις όπως οι Ζαπατίστας ή το Κουρδικό κίνημα κανένας αγώνας επηρεασμένος από τις ελευθεριακές ιδέες δεν κατάφερε να είναι τόσο ισχυρός ώστε να πρέπει να αντιμετωπίσει τον διεθνή παράγοντα. Αντίθετα, οι Μαρξιστικές σχολές είχαν να υπερασπιστούν επαναστάσεις που δέχονταν εξωτερική επίθεση, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα σε όλο τον πλανήτη, ισχυρά σοσιαλιστικά κράτη όπως η Κίνα, ακόμα και την υπερδύναμη της ΕΣΣΔ. Είναι πολύ λογικό η θεματική αυτή να αποτελέσει προτεραιότητα για τις Μ/Λ σχολές ενώ για τους αναρχικούς το ενδιαφέρον ήταν μάλλον ακαδημαϊκό.
Αλλά το βασικό πρόβλημα με τον ιμπεριαλισμό/αντιιμπεριαλισμό έγκειται στην άμεση σύνδεσή του με το εθνικό ζήτημα. Αυτό αποτελεί ταυτόχρονα και μια «σκληρή» ιδεολογική επιλογή για όλα τα ρεύματα που προκαταβάλει την όποια ανάλυση όσο και μια «τρύπα» στο αναλυτικό οπλοστάσιο των ρευμάτων που παρατάσσονται πίσω από πατριωτικούς ή διεθνιστικούς αφορισμούς.
Για τον αναρχισμό το εθνικό ζήτημα συνήθως εγκλωβίζεται στις «αξιακές» διεθνιστικές σταθερές του (το ίδιο συμβαίνει και για κάποια Τροτσκιστικά ή αυτόνομα ρεύματα) και κάθε θεματική που το αφορά περνάει από αυτό το φίλτρο. Για τον εφαρμοσμένο Λενινισμό αντίστροφα, υποτάσσεται στην τακτική αναγκαιότητα είτε για την υπεράσπιση φίλιων χωρών και κινημάτων είτε για το καλόπιασμα κοινωνικών δυνάμεων μέσα σε μία χώρα στα πλαίσια της αστικής η επαναστατικής διεκδίκησης της εξουσίας.
Από την μεριά μας εξετάζουμε τον ιμπεριαλισμό χωρίς κόκκινους διακόπτες όταν ακουμπάμε το «εθνικό ζήτημα» ούτε αντίστροφα βάζουμε μπροστά τακτικές ανάγκες για να γίνουμε συμπαθείς σε συντηρητικά κοινά. Και βέβαια, και να θέλαμε, δεν έχει μείνει σχεδόν κανένα σοσιαλιστικό κράτος να υπερασπιστούμε, κατέρρευσαν και πήραν μαζί τους χιλιάδες τόμους βιβλίων με Μ/Λ αντιιμπεριαλιστικές πομφόλυγες. Αναγνωρίζουμε πάντως ότι η απουσία σοβαρής ανάλυσης από μέρους μας για το εθνικό ζήτημα αδυνατίζει την ανάλυση για τον ιμπεριαλισμό, και οφείλει αυτό το θέμα να είναι πρώτο στις θεματικές του επόμενου συνεδρίου της Α.Ο.
Ιμπεριαλισμός είναι η εφαρμοσμένη κοινή στρατηγική, το σύμπλεγμα δύναμης που διαμορφώνεται μεταξύ της κρατικής ελίτ ενός έθνους κράτους και της αστικής του τάξης στην προοπτική της διεύρυνσης του πεδίου εξουσίας, επιρροής και κερδών έξω από τα σύνορα. Ο επεκτατισμός είναι στο DNA κάθε κράτους και γίνεται υλική δύναμη υπό τον όρο ότι το κράτος έχει κάπου να επεκταθεί. Το σύνολο των κρατικών επεκτατισμών νοηματοδοτεί, σε μια ιστορία χιλιετιών, την έννοια της γεωπολιτικής. Αντίστοιχα το κεφάλαιο, στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού, αναζητά πάντοτε νέες αγορές. Από μόνα τους αυτά τα δύο δεν συνιστούν ιμπεριαλισμό παρά μόνο μέσα στην ενότητά τους. Με δεδομένο πως σήμερα ελάχιστα κράτη έχουν απομείνει που να μην είναι καπιταλιστικά η ιμπεριαλιστική δυναμική βρίσκεται παντού, σε κάθε κράτος/κεφάλαιο ανεξάρτητα αν κατορθώνει αυτό να την υλοποιήσει σε όποιον βαθμό. Έξω από λογικές σταδίων του καπιταλισμού, και δη τελικού σταδίου, λογικές που αν μη τι άλλο αρκεί η παρατήρηση του κόσμου που ζούμε για να τις χαρακτηρίσει ηττημένες, το ιμπεριαλιστικό φαινόμενο και η πολυπλοκότητά του, που διαδέχθηκε την «απλότητα» της αποικιοκρατίας, είναι προϊόν ενός ώριμου και εμπεδωμένου καπιταλισμού σε συσχέτιση με ένα ώριμο και ισχυρό κράτος, αστικό ή μη.
Το γιατί πρέπει να μας απασχολεί είναι απλό: χωρίς κατανόηση του φαινομένου δεν είναι δυνατή η ανάγνωση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και ισορροπιών. Χωρίς αυτή την ανάγνωση είναι αδύνατη η ερμηνεία του διεθνούς αλλά και του εθνικού περιβάλλοντος κάθε ανατρεπτικού αγώνα και άρα η χάραξη συνεπούς επαναστατικής στρατηγικής.
Η περίοδο του ψυχρού πολέμου ανέδειξε δύο ανταγωνιστικούς πόλους και τα στρατόπεδα τους. Από την μία ο ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ που ηγεμόνευσε επί των ιμπεριαλισμών των άλλων χωρών του Δυτικού κόσμου μετά τον Β’ ΠΠ και από την άλλη ο επεκτατισμός της ΕΣΣΔ και το σύστημα δορυφόρων της. Κάθε κράτος θα έπρεπε να αποκτήσει γεωπολιτικές συντεταγμένες με βάση αυτούς τους δύο πόλους, οι οικονομικοί και επεκτατικοί ανταγωνισμοί εγκλωβίζονταν θέλοντας και μή στο δίπολο.
Η πτώση του Α. Μπλοκ άφησε για κάποια χρόνια τη μονοκρατορία σε έναν πόλο. Σε αυτές τις συνθήκες οι ΗΠΑ και οι ισχυρότεροι ιμπεριαλισμοί της Δύσης προώθησαν την ατζέντα της παγκοσμιοποίησης. Με μια σειρά αλλαγών του κανονιστικού πλαισίου του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού κάθε εμπόδιο στην κίνηση του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων επιχειρήθηκε να αφαιρεθεί. Μια λογική υπερεθνικών μηχανισμών διαιτησίας για ζητήματα οικονομίας αλλά και εθνικών πολιτικών φάνηκε να κυριαρχεί. Οι εθνικές κρατικές ελίτ άρχισαν να βλέπουν το πεδίο εξουσίας τους να συρρικνώνεται και τα εθνικά ενδοεξουσιαστικά πεδία σύγκρουσης να μεταφέρονται σε διεθνείς οργανισμούς. Ξεκίνησε να σχηματίζεται μια πραγματικότητα που άλλαζε άρδην το τοπίο των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών υποσχόμενη την κατάργησή τους σε συνθήκες αποδυνάμωσης του κράτους και παντοκρατορίας του κεφαλαίου. Η εξέλιξη αυτή δεν επικράτησε.
Νέες δυνάμεις αναδείχθηκαν στο παγκόσμιο σκηνικό που απαίτησαν το δικό τους μερίδιο γεωπολιτικής ισχύος και οικονομικής επέκτασης. Η οικονομική κρίση κατέστρεψε τα αφηγήματα περί αέναης ανάπτυξης και την παγκόσμια καταναλωτική ευδαιμονία που για χρόνια λειτούργησε ως εργαλείο για την πλατιά κοινωνική συναίνεση στη νέας τάξη πραγμάτων. Το μόνο που φαίνεται να μένει από την εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι η τεράστια ταξική επίθεση στα κοινωνικά και εργατικά δικαιώματα καθώς και η ελεύθερη μετακίνηση κεφαλαίων με την τελευταία να είναι κι αυτή υπό απειλή καθώς οι ιμπεριαλισμοί, παλιοί και νέοι, στρέφονται ξανά στον προστατευτισμό.
Το σημερινό τοπίο είναι αυτό του πολυπολικού κόσμου. Με τις ΗΠΑ να είναι ο ισχυρότερος ιμπεριαλισμός, και τις Ρωσία και Κίνα να είναι ήδη σοβαροί ανταγωνιστές, ενώ γύρω από τις 3 υπερδυνάμεις, και σε αναλογία με την ισχύ τους, συντάσσεται πληθώρα περιφερειακών υπερδυνάμεων, που σε αντίθεση με τα όσα ζήσαμε στον μεταπολεμικό κόσμο, διατηρούν ένα μεγάλο ποσοστό αυτονομίας συγκροτώντας μια περίπλοκη όσο και ασταθή ιμπεριαλιστική ιεραρχία.
Στις σημερινές συνθήκες διακρίνονται 4 κατηγορίες κρατών/κεφαλαίων ανάλογα με την πραγματική γεωπολιτική ισχύ του κράτους και την ιδιαίτερη φύση του καπιταλισμού τους. Εδώ να πούμε ότι δεν υπάρχει κάποιο σταθερό μοντέλο: κάθε δύναμη διαθέτει το δικό της μείγμα πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων, όπως διαθέτει η όχι –και αυτό είναι το πιο κρίσιμο- την ικανότητα να συνδυάζει τα πλεονεκτήματα σε μια ικανή στρατηγική επέκτασης/ανάπτυξης. Άλλες δυνάμεις έχουν ισχυρή στρατιωτική μηχανή, άλλες έχουν ένα εξωστρεφές και δυναμικό κεφάλαιο, άλλες διαθέτουν πολιτισμική επιρροή ή συμβολικό θρησκευτικό κεφάλαιο, άλλες βασίζονται στους πόρους τους, άλλες στο αποικιοκρατικό παρελθόν, τα λόμπυ ή τον έλεγχο διεθνών οργανισμών.
Στην πρώτη κατηγορία βρίσκονται οι τρεις σημερινές υπερδυνάμεις οι κυρίαρχοι ιμπεριαλισμοί με κορυφαίο (αλλά σε πτώση) αυτό των ΗΠΑ, που ήδη χωρίζουν τον πλανήτη σε σφαίρες επιρροής και αγωνίζονται να ελέγξουν τα σημεία πλουτοπαραγωγικών πηγών και οδών μεταφοράς αγαθών καθώς και τους διεθνείς κανονιστικούς οργανισμούς.
Στη δεύτερη κατηγορία είναι οι περιφερειακοί ιμπεριαλισμοί. Ένας γαλαξίας κρατών/κεφαλαίων σε όλες τις ηπείρους, εντελώς διαφορετικών αναμεταξύ τους που λειτουργούν ως περιφερειακοί χωροφύλακες αλλά με υψηλή διαπραγματευτική δύναμη απέναντι στις υπερδυνάμεις. Η Βραζιλία, η Νότιος Αφρική, η Ινδία, η Σ. Αραβία, το Ισραήλ, η Τουρκία, Ιράν, τα ισχυρά κράτη της Ε.Ε. Οι φιλοδοξίες και η επιρροή τους εκτείνονται πολύ πέρα από τα εθνικά τους σύνορα και τους άμεσους γείτονές τους, και σήμερα αποτελούν τον πιο απρόβλεπτο παράγοντα παγκόσμιας αστάθειας.
Η τρίτη κατηγορία αφορά την πλειοψηφία των κρατών. Αυτά που διατηρούν σε μεγάλο βαθμό την εσωτερική τους κυριαρχία, γνωρίζοντας την θέση τους ως κομπάρσοι των υπερδυνάμεων και των περιφερειακών ιμπεριαλισμών. Η δύναμή τους το πολύ να εκτείνεται σε γειτονικά κράτη της δικής τους ή της κατώτατης κατηγορίας ενώ το βασικό τους εργαλείο επιβίωσης είναι το πλασάρισμα σε διεθνείς συμμαχίες ελπίζοντας στο τέλος των κρίσεων να είναι με τη μεριά των νικητών
Η τελευταία κατηγορία είναι τα κράτη παρίες. Χωρίς λειτουργικό κράτος, χωρίς μια δομημένη αστική τάξη συχνά είναι οι τόποι που μάχονται οι ιμπεριαλισμοί ή εκεί που συντηρείται ακόμα το παραδοσιακό μοντέλο ιμπεριαλιστικής εξάρτησης από υπερδυνάμεις.
Τον καιρό της παγκοσμιοποίσης το Ελληνικό κράτος/κεφάλαιο, εκμεταλλευόμενο τις εξαιρετικά ευνοϊκές γιαυτό συνθήκες κατόρθωσε για ένα διάστημα να γίνει μια περιφερειακή ιμπεριαλιστική δύναμη στη Βαλκανική. Έχοντας στα σύνορά του μια σειρά διαλυμένες χώρες και όντας, στα πλαίσια της ιστορικά πανούργας ελληνικής διπλωματίας, άριστα πλασαρισμένο σε διεθνείς συμμαχίες όπως η ΕΕ και το ΝΑΤΟ ανέλαβε το ρόλο πύλης για την Δύση αλλά και χωροφύλακα στο ελντοράντο της λεηλασίας των πρώην σοσιαλιστικών δημοκρατιών. Το κομμάτι της εθνικής αστικής τάξης που συνδέεται αμφίδρομα με το κράτος (σε αυτό για παράδειγμα ΔΕΝ ανήκει το πανίσχυρο ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο που συνδέει την τύχη του με άλλους ιμπεριαλισμούς) ήταν επαρκώς κομπραδόρικο για να μπορέσει να θριαμβεύσει στο χαοτικό βαλκανικό πεδίο. Ο τραπεζικός κλάδος, οι κατασκευές, οι επικοινωνίες ήταν από τους κυρίως τομείς που Έλληνες καπιταλιστές πέτυχαν να διεισδύσουν σε μεγάλη κλίμακα στις Βαλκανικές αγορές. Ακόμα και σε πολιτισμικό επίπεδο η Ελληνική διείσδυση ήταν σημαντική, δεν θα πρέπει να υποτιμάται ο ρόλος της Ελλάδας ως τόπος υποδοχής εκατομμυρίων Βαλκάνιων οικονομικών προσφύγων, ενώ υπήρξε και στρατιωτική παρουσία όπως είδαμε στην εξέγερση στην Αλβανία.
Το Ελλ. Κράτος/κεφάλαιο δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν αυτή την θέση. Μετά το πέρας του Γιουγκοσλαβικού πολέμου η Βαλκανική πίτα μοιράστηκε σε μεγαλύτερους παίκτες, ενώ η επαναφορά της Ρωσίας μετέτρεψε τα βαλκάνια σε κέντρο ανταγωνισμού υπερδυνάμεων που υπερέβαινε κατά πολύ τα ελληνικά «κυβικά». Από την άλλη η κομπραδόρικη φύση του Ελλ. Κεφαλαίου το έκανε να αναζητά το βραχυπρόθεσμο κέρδος με πρακτικές και σε τομείς που εύκολα μπορούσαν να το οδηγήσουν στην απόσυρση συνήθως μέσω εξαγορών και πωλήσεων στο χρηματιστήριο. Η οικονομική κρίση που ξέσπασε έβαλε ταφόπλακα στις Ελληνικές ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες. Μεγάλοι όμιλοι που δραστηριοποιούνταν διεθνώς, αντιμετώπισαν πρόβλημα και στην ίδια την Ελλάδα. Χωρίς δυνατότητες δανεισμού αλλά και με το κράτος να ξεπουλάει τμήματα της δημόσιας επιχειρηματικότητας που λειτουργούσαν ως εργαλείο «αθέμιτης» ενίσχυσης του Ελληνικού κεφαλαίου, η οικονομική διείσδυση στα Βαλκάνια έχει συρρικνωθεί. Παραμένει ακόμα ισχυρή αλλά αυτό δεν επαρκεί για να «σώσει» τον ελληνικό ιμπεριαλισμό και το κράτος από τον υποβιβασμό στην τρίτη κατηγορία. Είναι ενδεικτικό πως παρά αυτή την διείσδυση το ελληνικό κράτος έχει μηδενική γεωπολιτική επιρροή στα Βαλκανικά κράτη.
Η Ελλάδα έχει πλέον επιστρέψει στην πρότερη κατάστασή της αυτή των γεωπολιτικών σχεδιασμών που βασίζονται στην σωστή πρόβλεψη του νικητή στις συγκρούσεις των μεγαλύτερων δυνάμεων, στην κατάλληλη εκδούλευση, στον κατάλληλο πάτρωνα, δηλαδή στις κατάλληλες συμμαχίες. Η διεθνής πολιτική του Σύριζα είναι η επιτομή αυτής της πρακτικής που αδίκως θεωρείται προδοτική απο τον εθνικισμό. Αυτή η πολιτική έκανε το νέο Ελλ. Κράτος να μεγαλώσει και να επιζήσει, ο πόλεμος και ο εθνική επιθετικότητα σχεδόν πάντα το οδηγούσε σε καταστροφές.
Η άποψη πάντως ότι το ελληνικό κράτος/κεφάλαιο είναι ακόμα μια ισχυρή ιμπεριαλιστική δύναμη, είναι ένα ιδεολογικό φαντασιακό που επιζεί ακόμα μόνο σε μυαλά ανθρώπων της εξουσίας, της ακροδεξιάς και του επαναστατικού ντεφετισμού. Αν τώρα στην εντεινόμενη κρίση στη Ανατολική μεσόγειο και τα Βαλκάνια η Ελλάδα βρεθεί πάλι με τη μεριά των νικητών τότε ίσως μπορέσει να ξαναγίνει μια αξιοπρεπής ιμπεριαλιστική δύναμη που θα ξανακάνει τον χωροφύλακα σε χαλάσματα.
Η έννοια της εξάρτησης είναι μια αυστηρά οικονομική έννοια. Με την παραδοσιακή της μορφή που τη είδαμε στις δημοκρατίες του καφέ και των διαμαντιών, στην Ελληνική επικράτεια δεν εφαρμόζεται. Η Ελλάδα δεν έχει εξέχουσες πλουτοπαραγωγικές πηγές για να την θέλει τόσο κάποιο διεθνές κεφάλαιο. Έχει μικρό πληθυσμό και άρα εργατικό δυναμικό για να γίνει τόπος φτηνών χεριών. Ο τουρισμός δεν είναι επένδυση στρατηγικής φύσης σε μια περιοχή συνεχώς σε ανάφλεξη. Κανένας ιμπεριαλισμός μέχρι τα μνημόνια δεν πήρε τα ηνία της οικονομίας και δεν εμπόδισε το ελληνικό κεφάλαιο να αναπτύξει την παραγωγική του βάση ή το κράτος να κρατάει στα χέρια του στρατηγικούς τομείς και να σχεδιάζει για αυτούς. Όχι τουλάχιστον περισσότερο, από όσο επέβαλε (για παράδειγμα με νέο κανονιστικό πλαίσιο ή επιδοματικές-χρηματοδοτικές πολιτικές) η παρουσία στην ΕΕ και η περίοδος της παγκοσμιοποίησης, μια συνθήκη κοινή για όλα τα ευρωπαϊκά κράτη αλλά και για όλο τον πλανήτη. Η μεταφορά θεωριών εξάρτησης των 70’ς στο Ελληνικό τοπίο από κομμάτια της αριστεράς είναι σκέτη ιδεολογία.
Τα μνημόνια και η κρίση που τα επέβαλαν μείωσαν περισσότερο το πεδίο οικονομικής εξουσίας του Ελληνικού κράτους, και αφαίρεσαν την προστασία στο ελληνικό κεφάλαιο, αυτό είναι δεδομένο. Ο Γερμανικός ιμπεριαλισμός με την εποπτική παρουσία των ΗΠΑ (ΔΝΤ) πήρε στα χέρια του τον εσωτερικό οικονομικό σχεδιασμό. Εδώ όμως θα πρέπει να προσέξουμε το ότι τίποτα το εξειδικευμένο δεν επιβλήθηκε στην Ελλάδα. Το ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας, η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, η ταξική υποτίμηση του κόσμου της εργασίας, η διεθνοποίηση του τραπεζικού συστήματος είναι παγκόσμιες πολιτικές που στην Ελλάδα εφαρμόστηκαν ίσως πιο καθυστερημένα και πιο βίαια και προς όφελος της Γερμανίας. Η εξάρτηση τελικά της ελληνικής οικονομίας από άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις δεν είναι μεγαλύτερη από όσο αρμόζει σε μια δύναμη των δικών της «κυβικών». Και το ότι η Ελληνική κυρίαρχη τάξη δεν κατάφερε να αντισταθεί ούτε για λίγο στην μνημονιακή επίθεση δείχνει επιπλέον πόσο αβαθής ήταν η ιμπεριαλιστική της ισχύ την προηγούμενη περίοδο. Το πως την διαχειρίστηκε όμως η Ελληνική εξουσία αυτή την μνημονιακή επίθεση δείχνει ξανά την πραγματική της ιστορική δύναμη, την δύναμη των ελιγμών και του γεωπολιτικού πλασαρίσματος. Την ώρα για παράδειγμα που η ΕΕ κλείδωνε τις Ελληνικές τράπεζες και το Γερμανικό κεφάλαιο έβαζε χέρι στα γρήγορα κέρδη των τουριστικών αεροδρομίων, το λιμάνι του Πειραιά γίνεται η πύλη εμπορικής εισόδου του Κινέζικου ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη, η αμερικανοκινούμενη συμμαχία με Αίγυπτο-Ισραήλ-Κύπρο στριμώχνει την περιφερειακή υπερδύναμη, την Τουρκία…
Το ελληνικό κράτος είναι εξαρτημένο όχι οικονομικά αλλά γεωπολιτικά. Δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς πάτρωνες σε μια περιοχή πάντοτε επίκεντρο ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών μεγαλύτερων ψαριών από το ίδιο, κι όπως έδειξε ο ελληνικός εμφύλιος, οι πάτρωνες θα αντιμετωπίσουν για λογαριασμό του και τον εσωτερικό εχθρό. Η εξάρτηση όμως αυτή είναι ταυτόχρονα και το πρόβλημα και η δυνατότητά του. Δύο αιώνες νέο ελληνικό κράτος, με τον ίδιο πάντα τρόπο, η αδυναμία γίνεται δύναμη: οι σχετιζόμενες με ανταγωνιστικούς ιμπεριαλισμούς κλίκες που συνιστούν την Ελληνική εξουσία, είναι άριστα δομημένες για την πώληση σε ακριβή τιμή των εκδουλεύσεων ενώ το κομπραδόρικο κεφάλαιο προσαρμόζεται ιδανικά σε συνθήκες κρίσεων και αναταραχών.
Με αυστηρούς όρους η ΕΕ δεν μπορεί να είναι μια τυπική ιμπεριαλιστική δύναμη κι ι αυτό γιατί ποτέ δεν κατάφερε να γίνει ούτε κρατική οντότητα ούτε να αποκτήσει ενιαία αστική τάξη με κοινές έστω στρατηγικές συμμαχίες στον διεθνή ανταγωνισμό. Όσο η ενοποίηση της προχωρά ή βαλτώνει τόσο αποκτά ή χάνει αυτόνομη ιμπεριαλιστική δυναμική τόσο ενσωματώνει ή απλά διαμεσολαβεί την ιμπεριαλιστική ιεραρχία στο εσωτερικό της.
Η ΕΕ ως την πτώση του Α. μπλοκ δεν ήταν τίποτα άλλο απο ένα μαγαζί του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού με έξοδα των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων που σε αντιστάθμισμα κέρδιζαν την αναγνώριση συγκυριαρχίας στην Ευρασιατική γεωπολιτική επί των ασθενέστερων κρατών του «Δυτικού κόσμου»
Η ΕΕ αυτή τη στιγμή λειτουργεί ως κανονιστικό περιβάλλον και διαιτησία ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς ιμπεριαλισμούς (Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία και έως πρόσφατα Μ. Βρετανία) και ως συλλογική προστασία από την ισχύ των υπερδυνάμεων. Χρόνο με τον χρόνο μάλιστα ακόμα και η παραδοσιακή συσχέτιση της ΕΕ με τις ΗΠΑ γίνεται όλο και πιο αδύναμη όπως μας δείχνει ο πρόσφατος Αμερικανογερμανικός εμπορικός πόλεμος με επίκεντρο τις αυτοκινητοβιομηχανίες και τις Φαρμακοβιομηχανίες.
Οι επιμέρους ιμπεριαλισμοί της ΕΕ, είναι οι ουσιαστικοί παίκτες που χρησιμοποιούν την υπόλοιπη ευρωπαϊκή ένωση ως προνομιακό τους χώρο. Αδιαμφισβήτητη υπεροχή στο εσωτερικό αυτού του πεδίου, γιατί να μην ξεχνάμε, η ΕΕ είναι και πεδίο Ευρωπαϊκού ανταγωνισμού, έχει ο Γερμανικός ιμπεριαλισμός
Για την κυρίαρχη ελληνική τάξη στην ιδιαίτερη γεωπολιτική της θέση η ΕΕ έγινε από ευχή κατάρα. Για χρόνια η «θέση του οικοπέδου» πουλήθηκε πανάκριβα με την Ελλάδα να γίνεται ο καλοπληρωμένος μοχλός επέκτασης της ΕΕ και στα Βαλκάνια και στην Τουρκία, καθώς και μελλοντικός ενεργειακός κόμβος πλάι στην μέση Ανατολή. Σήμερα κράτος και κεφάλαιο στην Ελλάδα διαπιστώνουν πως μερίδιο της δικής τους πίτας θα καρπωθεί το Γερμανικό, και όχι μόνο, κράτος και κεφάλαιο, πως η ΕΕ γίνεται το μέσο επιβολής «μεταρρυθμίσεων» που εκτός από το να πλήττουν τον κόσμο της εργασίας δημιουργούν προβλήματα και στην παραδοσιακή δομή εξουσίας και τα φέουδά της, ενώ η εθνική αστική τάξη έδειξε ανίκανη να κρατήσει τις θέσεις της χωρίς τον κρατικό προστατευτισμό και το εθνικό νόμισμα. Παρόλα αυτά η Ελληνική κυρίαρχη τάξη, οι κρατικές ελίτ και η αστική τάξη, παραμένουν στην πλειοψηφία τους φιλοευρωπαϊκές αναγνωρίζοντας στην ΕΕ μια προνομιακή για τους εαυτούς τους ασπίδα στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική ιεραρχία. Μαζί με την κυρίαρχη τάξη συντάσσεται κι ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής βάσης. Το Ευρωπαϊκό αφήγημα, η ιδεολογική ηγεμονία μιας αστικής εκδοχής «ενωμένης Ευρώπης» είναι αδιαμφισβήτητη και, όχι μόνο στην Ελλάδα, παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ικανότητα επιβολής φιλελεύθερων και κατασταλτικών πολιτικών.
Αναγνωρίζοντας τους ιμπεριαλισμούς και τους ανταγωνισμούς τους ως μια ζωτική παράμετρο του συστήματος εξουσίας είναι επακόλουθο ότι ο αναρχικός αγώνας θα πρέπει να εντάξει αυτή την παράμετρο πρώτα στις αναλύσεις όσο και τις πολιτικές επιλογές του. Ένα μερίδιο της πραγματικότητάς μας δεν σχεδιάζεται στα εθνικά κοινοβούλια όπως κι ένα μερίδιο της καρπούμενης υπεραξίας απο τους εργάτες δεν μένει στην εθνική αστική τάξη. Αυτό από μόνο του δεν είναι ούτε κακό ούτε καλό: ποιον αφορά τελικά αν το ωρομίσθιο είναι 3 ευρώ για να κερδίζει Έλληνας ή Γερμανός επιχειρηματίας ή αν το καθεστώς παρακολούθησης και καταστολής επιβάλλεται από τις ΗΠΑ ή την Ελλάδα; Είναι όμως πραγματικό, συμβαίνει και δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Ως Ρουβίκωνας είμαστε ενάντιοι στην αποπροσωποποίηση και την ιδεολογική γενίκευση όταν αναφερόμαστε στο κράτος και το κεφάλαιο. Εκτιμούμε ότι η πάλη εναντίον τους οφείλει να στοχεύει στους μηχανισμούς τους, αποκαλώντας τις δυνάμεις τους με το όνομά τους και αναδεικνύοντας τους υπεύθυνους μηχανισμούς για το κάθε τι. Και μόνο έτσι, εκτιμούμε, είναι εφικτό να αποδειχθεί κοινωνικά η ενότητα συμφερόντων της κορυφής και η ενότητα συμφερόντων της βάσης ο απαραίτητος όρος για κάθε επαναστατική εξέλιξη.
Ο αντιιμπεριαλισμός, με το ειδικό βάρος που μπορεί να έχει (ή να μην έχει) σε κάθε συνθήκη, είναι για εμάς κομμάτι του αναρχικού αγώνα. Όχι όμως από μόνος του παρά μέσα στα πολιτικά πλαίσια του συνολικού αγώνα για κομμουνισμό και ελευθερία. Έξω από αυτά τα πλαίσια ο αντιιμπεριαλισμός δεν είναι τίποτα παραπάνω από δικαίωση μιας εθνικής κυρίαρχης τάξης. Με την ίδια λογική, η κατανόηση των διεθνών ανταγωνισμών αφορά τον πολιτικό σκοπό. Ένα σκοπό που βλέπει εχθρικά το ίδιο το ιμπεριαλιστικό φαινόμενο όσο και κάθε ιμπεριαλισμό, μικρό ή μεγάλο, ντόπιο η ξένο, χωρίς καμία προτίμηση ή εξαίρεση. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί ιμπεριαλισμοί, ούτε καλές και κακές επεκτατικότητες για να γυρίσουμε στην περίοδο του ψυχρού πολέμου. Και μόνο η σκέψη στρατηγικής πρόσδεσης σε ένα ιμπεριαλισμό ή μια υπερδύναμη είναι αυτοκτονία για κάθε κίνημα που επιθυμεί ριζική ανατροπή: αρκεί μια ματιά στην αντιιμπεριαλιστική σκηνή της επαναστατικής αριστεράς των δεκαετιών του 60-70 και τα παραδείγματα πολιτικής γελοιοποίησης αφθονούν.
Διαβάζουμε όμως την ιστορία και αναγνωρίζουμε πως υπάρχουν στιγμές που επαναστατικά κινήματα έχουν αποκτήσει τέτοια ισχύ ώστε να μην μπορούν να αποφύγουν την τακτική εμπλοκή τους με μεγάλα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Αν ένα κίνημα φτάσει σε αυτό το επίπεδο οι επιλογές του, συχνά ως όρος επιβίωσης, είναι μετρημένες και ξεφεύγουν από την καθαρότητα. Σε κάθε περίπτωση το τελικό αποτέλεσμα είναι που κρίνει αμείλικτα την επιτυχία του κάθε «ελιγμού». Ούτε οι προθέσεις όσων τον κάνουν, ούτε οι ιδεολογικές κριτικές κινημάτων πολύ μακριά από αυτό το επίπεδο.
Κάτι τέτοιο βέβαια δεν μπορεί να ισχύσει για κινήματα που επέχουν έτη φωτός από το να καταφέρουν να βρεθούν σε τέτοιο δίλλημα.
Με βάση τα όσα είπαμε παραπάνω η αντιιμπεριαλιστική παράμετρος στον αναρχικό αγώνα στην Ελλάδα σήμερα πρέπει να υπάρχει. Το Ελληνικό κράτος συμμετέχει ενεργά στην μεσανατολική κρίση όπως και στις ανακατατάξεις στα Βαλκάνια. Είτε από μόνο του είτε μέσω συμμαχιών, ακολουθεί την γραμμή του Αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και η κυρίαρχη τάξη του συνεχίζει να επιβιώνει και μέσα απο τις εκδουλεύσεις της σε αυτόν, εκδουλεύσεις που όπως έχει αποδείξει η ιστορία μπορεί να φτάσουν και έως την συμμετοχή σε πόλεμο.
Το ελληνικό κράτος επίσης, συμμετέχει στην ΕΕ. Μέσω αυτής και της Γερμανικής οικονομικής επιτροπείας προωθήθηκε όλη η φιλελεύθερη αντικοινωνική οικονομική ατζέντα τα τελευταία χρόνια, ενώ η πολιτισμική επιρροή της σε τμήματα των καταπιεσμένων λειτουργεί ως πέμπτη φάλαγγα της ατζέντας.
Ο ρωσικός παράγοντας επηρεάζει κομμάτια των ελίτ, ενώ έχει άμεση ή έμμεση πολιτισμική και πολιτική επιρροή σε άλλα τμήματα της τάξης μας.
Οι παρεμβάσεις, οι στοχεύσεις, οι τακτικές προτεραιότητες, ο αναρχικός λόγος πρέπει όλα αυτά να τα αναδεικνύουν όταν και όποτε συμβαίνουν με το ίδιο σθένος με το οποίο το κάνουν για το Ελληνικό κράτος.
Δεν θα πρέπει επίσης να βγάλουμε από το κάδρο και την διεθνιστική αλληλεγγύη. Η καρδιά κάθε αντιιμπεριαλισμού από αναρχική σκοπιά δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στην διεθνιστική αλληλεγγύη και στο χτίσιμο δεσμών κοινότητας ανάμεσα σε αγωνιζόμενους και σε λαούς. Η στοχοποίηση ιμπεριαλισμών στα πλαίσια της διεθνιστικής αλληλεγγύης είναι βασικό καθήκον κάθε επαναστάτη. Η διεθνιστική κοινότητα είναι η αναρχική αντιιμπεριαλιστική απάντηση στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία, όχι κάποια φανταστική ανεξαρτησία του κράτους και ο εθνικός προστατευτισμός της αστικής τάξης.
Στεκόμαστε λοιπόν ενάντια σε όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αντιτασσόμαστε στα σχέδιά τους. Στεκόμαστε ενάντια στο ΝΑΤΟ και τις πολιτικές των ΗΠΑ. Είμαστε ενάντιοι στην ΕΕ και την ιδέα της, ενάντιοι στο Γερμανικό κράτος και κεφάλαιο και την επιτροπεία του, ενάντια στον Ρωσικό παράγοντα και την επιρροή του στα πιο αντιδραστικά κομμάτια των ελίτ αλλά και της βάσης. Μπροστά μας φυσικά είναι το Ελληνικό κράτος και κεφάλαιο, που έχει το κυρίαρχο μερίδιο εξουσίας στις ζωές μας όσο κι αν συχνά προσπαθεί να κρυφτεί πίσω τους πάτρωνες του. Τίποτα δεν συμβαίνει χωρίς τη δική του υπογραφή, χωρίς την ενοχή του. Κι όποια κι αν είναι η θέση του σε κάθε περίοδο στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία, στη βάση της πυραμίδας είμαστε εμείς η κοινωνική βάση, οι προλετάριοι: Ελληνες, Τούρκοι, Αραβες, Σλάβοι, Αμερικάνοι, Ρώσοι. Ο καθένα χωριστά αλλά και όλοι μαζί πρέπει να στραφούμε ενάντια στην κορυφή.
Σημείωση:
Η χρήση του όρου Μαρξιστικό-Λενινιστικό (Μ/Λ) πρέπει να προσλαμβάνεται ως Μαρξιστικό ή/και Λενινιστικό και όχι σαν αναφορά στο συγκεκριμένο Σταλινικό/Μαοικό ρεύμα που συχνά χαρακτηρίζεται με τον όρο Μ-Λ