Βρισκόμαστε χρονικά μια ανάσα πριν την κατάργηση της εμβληματικότερης κατάκτησης του εργατικού κινήματος: Την κατάργηση της οκτάωρης εργασίας. Το οκτάωρο αποτέλεσε το κέντρο βάρους των εργατικών αγώνων, το κεντρικό σύνθημα των αιματοβαμμένων εξεγέρσεων του Σικάγο το 1886: Οκτώ ώρες δουλειά, οκτώ ώρες ψυχαγωγία, οκτώ ώρες ανάπαυση.
Στην ελληνική αγορά εργασίας που βρίσκεται προ πολλού σε δυσμενή κατάσταση, το αντεργατικό νομοσχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση της ΝΔ ήδη από τον Οκτώβριο του περασμένου έτους, θέλει να καταργήσει ό,τι απέμεινε στον πυρήνα των εργασιακών κεκτημένων. Το σχέδιο νόμου περιέχει μια σειρά σημείων που καταστρατηγούν τα ιστορικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των εργαζομένων. Το 2018 ο Κυριάκος Μητσοτάκης με ομιλία του στο ΣΕΠΕ είχε ήδη ανακοινώσει ότι το οκτάωρο, αλλά και το να παίρνεις σύνταξη από την δουλειά που έκανες μια ζωή, είναι «ξεπερασμένο» και «αναχρονιστικό». Το 2021 ο υπουργός εργασίας Χατζηδάκης φέρνει νομοσχέδιο που βαφτίζει την κατάργηση του οκταώρου «ωραριακή ευελιξία προς όφελος του εργαζομένου» και θεσπίζει δια νόμου το δεκάωρο στην εργασία. Αν το νομοσχέδιο περάσει, οι δύο επιπλέον ώρες δουλειάς κάθε μέρα δε θα θεωρούνται πια υπερωριακή αλλά θεσμοθετημένα απλήρωτη εργασία. Μέχρι τώρα αυτό που γνωρίζαμε είναι ότι ο μισθός είναι το αντάλλαγμα για την εργατική μας δύναμη. Με το νέο νομοσχέδιο που θέλουν να υπογράψουν, οι επιπλέον εργατοώρες μας θα πληρώνονται με άδειες ή ρεπό σε χρόνους που ουσιαστικά θα αποφασίζουν οι εργοδότες.
Υπάρχουν δύο πραγματικότητες σε αυτή την υπόθεση. Υπάρχει αυτή που βιώνουμε καθημερινά ως εργαζόμενοι μέσα στην επισφάλεια και αυτή που παρουσιάζει το Υπουργείο Εργασίας. Η «καινοτομία» που έρχεται να φέρει η ΝΔ με το εκτρωματικό αυτό νομοσχέδιο είναι η νομιμοποίηση της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, που έτσι κι αλλιώς κυριαρχούσε στο τοπίο της εργασίας στην Ελλάδα. Οι απλήρωτες υπερωρίες, τα ωράρια λάστιχο, η δουλειά την Κυριακή, η ποινικοποίηση της απεργίας, θα θεσμοθετηθούν δια νόμου. Ο εργαζόμενος αναγκάζεται να υπογράψει μέσω ατομικής σύμβασης μια νέα κανονικότητα που του επιβάλλει ο εργοδότης ως προς το μέγιστο ημερήσιο χρόνο εργασίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την υγεία, την ποιότητα ζωής, αλλά και την υπερωριακή αποζημίωσή του. Στην εκδοχή που παρουσιάζει το Υπ. Εργασίας όλα θα «διευθετούνται» μέσα από την «καλόπιστη συνεννόηση» εργοδότη και εργαζόμενου. Σύμφωνα με τον Χατζηδάκη, κάποιος δε θα υποχρεώνεται να δουλέψει περισσότερο από οκτώ ώρες εάν ο ίδιος δεν το επιθυμεί. Ισχυρίζεται επίσης ότι οι δύο επιπλέον ώρες καθημερινά θα ισοφαρίζονται με λιγότερες ώρες εργασίας σε άλλες περιόδους που ο εργαζόμενος «θα επιλέγει».
Εμείς ως εργαζόμενοι όμως δε θυμόμαστε ποτέ να έχουμε την ευχέρεια της επιλογής. Στη σχέση αφεντικού-εργάτη δεν υπάρχει συναπόφαση. Ήμασταν πάντα υποχρεωμένοι να δουλεύουμε όσο ήθελαν οι εργοδότες μας, με όσα ένσημα ήθελαν να μας βάζουν, ανεξάρτητα από τι σύμβαση είχαμε υπογράψει. Αν είχαμε αντίρρηση βλέπαμε την πόρτα της εξόδου και πολλές φορές χωρίς αποζημίωση γιατί δουλεύαμε μαύρα. Υπό την απειλή της απόλυσης -που θα υπάρχει, όσο υπάρχει εξαρτημένη σχέση εργασίας- τα αφεντικά αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη εξουσία από αυτή που ήδη είχαν στις ζωές μας. Αποφασίζουν μονομερώς για το πόσες ώρες θα δουλεύουμε τη μέρα, πόσες ημέρες την εβδομάδα, για πόσο και ποιο χρονικό διάστημα, αν το μεροκάματό μας θα είναι ή όχι σπαστό, πάντα με γνώμονα το συμφέρον της επιχείρησής τους για τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Μπορούν αν θέλουν να μας υποχρεώνουν να δουλεύουμε Σάββατα και Κυριακές χωρίς την προβλεπόμενη προσαύξηση και με χορήγηση ρεπό σε μέρα της επιλογής τους.
Το σχέδιο νόμου Χατζηδάκη συνδέει άμεσα το ωράριο και την εργασιακή σχέση με την παραγωγικότητα κάθε επιχείρησης. Ιδιαίτερα σε δουλειές με εποχικό χαρακτήρα, αρκετοί εργαζόμενοι έβγαζαν το χειμώνα τους με το μισθό τους συν τις πληρωμένες υπερωρίες και τις προσαυξήσεις από Σάββατα και Κυριακές. Προσεχώς στις σεζόν της εκμετάλλευσης, οι ίδιοι εργαζόμενοι θα δουλεύουν το ίδιο εξοντωτικά με μόνο το βασικό μισθό και μια κοροϊδία για άδεια σε περιόδους που η επιχείρηση υπολειτουργεί. Το αν η άδεια αυτή θα είναι με ή χωρίς αποδοχές δε διευκρινίζεται και όπως και σε όλα τα υπόλοιπα, η απόφαση είναι στα χέρια των εργοδοτών. Το όριο των νόμιμων υπερωριών ξεχειλώνεται στις 150 το χρόνο, που σημαίνει ότι ακόμα περισσότερες εργάσιμες ημέρες παρατείνονται χρονικά πέραν του οκταώρου και μάλιστα με πολύ μικρό μισθολογικό κόστος. Με λίγα λόγια θα δουλεύουμε πολύ περισσότερες ώρες, για πολύ μικρότερη συνολική αμοιβή, με κουτσουρεμένα δικαιώματα και ακόμα μικρότερα περιθώρια αντίδρασης.
Για όλα αυτά δε θα υπάρχει ανάγκη για σύμφωνη γνώμη σωματείων και συνδικάτων, δε θα υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας που προβλέπονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Το δικαίωμα συλλογικής διαπραγμάτευσης του μεσαίωνα που θέλουν να φέρουν, θα αστυνομεύεται. Δικαίωμα λόγου πάνω στους όρους των συμβάσεων θα έχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις, τα μέλη των οποίων από πριν θα έχουν φακελωθεί ονομαστικά σε ψηφιακά μητρώα. Τα προσωπικά δεδομένα των εργαζομένων που συνδικαλίζονται θα είναι διαθέσιμα στο υπουργείο. Η απεργία ως θεμελιώδης θεσμός του εργατικού δικαίου θα νεκρωθεί: Θεσπίζεται προσωπικό ασφαλείας τουλάχιστον 40% για τη συνέχιση της λειτουργίας επιχειρήσεων για όλον τον ιδιωτικό τομέα, ενώ μέχρι σήμερα αυτό προβλεπόταν μόνο για επιχειρήσεις με υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Θα διευρυνθεί το πλαίσιο βάσει του οποίου μια απεργία θα κρίνεται παράνομη και καταχρηστική και η συμμετοχή σε αυτήν θα διώκεται ποινικά. Επίσης ο εργοδότης θα έχει το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση από τα σωματεία που την οργάνωσαν και θα απαγορευτεί η κατάληψη εργασιακών χώρων ως μέσο συλλογικού αγώνα. Ο ρόλος ανεξάρτητων φορέων και οργάνων για την επίλυση των εργατικών διαφορών συρρικνώνεται και το κράτος αποκτά δικαίωμα παρέμβασης σε εργατικές υποθέσεις μέσω του Οργανισμού Μεσολάβησης και Διαιτησίας. Η πρώτη γραμμή στη μάχη για τα εργατικά δικαιώματα χτυπιέται σαρωτικά. Τρέμουν την οργάνωση του κόσμου της εργασίας σε πρωτοβάθμια σωματεία και γι’ αυτό επιτίθενται ευθέως στο συνδικαλισμό βάσης.
Η τηλεργασία που έγινε νέα κανονικότητα για πολλούς εργαζόμενους, μπαίνει στις ζωές μας μόνιμα ως θεσμός και τα όρια μεταξύ προσωπικού και επαγγελματικού χρόνου γίνονται πιο δυσδιάκριτα και ασαφή. Ο εργαζόμενος θα έχει το δικαίωμα αποσύνδεσης από την τηλεργασία όταν τελειώσει το ωράριο του, πάλι όμως μιλάμε για ένα εργασιακό πρόγραμμα που έχει αποφασιστεί από τον εργοδότη χωρίς περιθώρια διαπραγμάτευσης. Η κυβέρνηση των αρίστων συνεχίζει το έργο της κυβέρνησης Σύριζα. Ετοιμάζει τη ψήφιση ενός νομοσχεδίου που ισοπεδώνει το ατομικό και συλλογικό εργατικό δίκαιο και το πουλάει ως το μέλλον για τη σύγχρονη και ευέλικτη εργασία. Αν δεν αντισταθούμε, αργά ή γρήγορα, θα συνηθίσουμε στο καθεστώς της δουλείας.
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΑΝΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ
ΝΑ ΜΗ ΖΗΣΟΥΜΕ ΣΑ ΔΟΥΛΟΙ
ΟΛΟΙ ΣΤΗ ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ
Ρουβίκωνας