“Στις κοινωνίες των βαρβάρων, αν παρακολουθούσες την μαχη μεταξύ δύο ανθρώπων που προέκυψε από διαφωνία τους χωρίς να παρέμβεις για να τη σταματήσεις, αντιμετωπιζόσουν και συ ως δολοφόνος. Αλλά, σύμφωνα με τη θεωρία του κράτους ως προστάτη των πάντων, ο παρατηρητής δεν χρειάζεται να παρέμβει. Ο αστυφύλακας είναι ο αρμόδιος να παρεμβαίνει ή να μην παρεμβαίνει”.
Πέτρος Κροπότκιν, Αλληλοβοήθεια
Σύμφωνα με την μοντέρνα δικαιϊκή φιλοσοφία, το στοιχείο που κυριαρχεί στο εποικοδόμημα του σύγχρονου νομικού πολιτισμού και με βάση το οποίο μετριέται η “πρόοδος” του προς φαινομενικά “ανώτερες” μορφές του δικαίου, είναι η καθολική απομάκρυνση από την αρχή της αυτοδικίας. Η άμεση, προσωπική απονομή δικαιοσύνης δεν θεωρείται σαν τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από απονομή προσωπικής δικαιοσύνης. Ερμηνεύεται σαν μια υποχώρηση σε ένα προηγούμενο στάδιο εξέλιξης του πολιτισμού, ως μια ανεπίτρεπτη επανάκαμψη στη βαρβαρότητα. Αυτό συμβαίνει πρωτίστως διότι η αυτοδικία είναι ασύμβατη με το τεκμήριο της αθωότητας που αποτελεί το σήμα κατατεθέν, τη λυδία λίθο γύρω από την οποία έχει χτιστεί το κράτος δικαίου, όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Υπό αυτή την έννοια, η αστική δικαιοσύνη αυτοαναγορεύεται σε “επιστήμη”. Διεκδικεί για λογαριασμό της έναν πυρήνα αλήθειας που ενυπάρχει “αντικειμενικά”. Αποκτά πρόσβαση σε αυτή την αλήθεια μέσω απρόσωπων θεσμικών μηχανισμών που αναλαμβάνουν να εκτελέσουν καθήκοντα ανιδιοτελούς τιμωρού, ή καλοπροαίρετου επιδιατητή που μεσοολαβεί στις κοινωνικές έριδες χωρίς να διατηρεί κανένα προσωπικό συμφέρον ως προς την επίλυση τους. Ως εκ τούτου, οι κρατικοί υπάλληλοι που έλαβαν το χρίσμα από τους νεομπουρζουάδες για να εξειδικεύονται στην καθημερινή απονομή της δικής τους δικαιοσύνης, θεωρούνται κατάλληλοι για να υπερβαίνουν τις ατέλειες της αυτοδικίας, εφόσον είναι απαλλαγμένοι από προσωπικές διαθέσεις και συμφέροντα, αμέτοχοι στο δράμα που εκτυλίσσεται μπροστά τους.
Με αυτόν τον τρόπο, και όχι αναπάντεχα, η μπουρζουάδικη δικαιοσύνη αναγορεύει την ετερόνομια, με όρους απόλυτου διαχωρισμού ανάμεσα στο υποκείμενο και τη δράση του, σε θεμελιακή προϋπόθεση για τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου νομικού συστήματος. Ο άμεσα θιγμένος δεν έχει δικαίωμα να ενεργήσει προκειμένου να επανορθώσει με τα δικά του μέσα την αδικία της οποίας έπεσε θύμα. Είναι υποχρεωμένος να υποβάλλει το παράπονο του στην “αμερόληπτη” κρίση των αρμόδιων κρατικών οργάνων, τα οποία είναι τα μόνα που διαθέτουν την εξειδικευμένη γνώση και το επιθυμητό σημείο εκκίνησης, εκείνο μιας μεταφυσικής, διαταξικής “ουδετερότητας”, προκειμένου να αποφανθούν για το τι είναι “αληθές” και τι δεν είναι. Συνακόλουθα, το υποκείμενο του δικαίου μετατρέπεται σε αντικείμενο. Το άτομο αναγνωρίζεται σαν φορέας αναφαίρετων δικαιωμάτων, αλλά την ίδια στιγμή, αλλοτριώνεται με μια διττή έννοια. Κατά πρώτον, η ανάθεση στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς του κράτους εμφανίζεται σαν επιβεβλημένη, όχι μόνο γιατί το απρόσωπο κρατικό όργανο θεωρείται ότι δεν υπόκειται σε ψυχικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις, αλλά κυρίως επειδή το εξατομικευμένο υποκείμενο δεν μπορεί εξορισμού να “γνωρίζει”. Κι επειδή δεν “γνωρίζει” παρά μόνο “δοκεί” (φρονεί) , δεν του εκχωρείται και το δικαίωμα να ενεργήσει. Εν ολίγοις, βρισκόμαστε ξανά εδώ αντιμέτωποι με την καταστροφική θρησκευτική διδαχή, “ου γαρ οίδασι τι ποιούσι”, στην εκκοσμικευμένη εκδοχή της, πάνω στην οποία θεμελιώθηκαν όλες οι μορφές θέσμισης της σύγχρονης κοινωνικής ετερονομίας. Η λογική της ανάθεσης υπάρχει βέβαια εξίσου και στους θεσμούς του φεουδαρχικού καθεστώτος, όπου ένα από τα καθήκοντα των αρχόντων ήταν η επίλυση των διαφορών που ανέκυπταν μεταξύ των χωρικών που βρίσκονταν υπό τη δικαιοδοσία τους. Μολαταύτα, κάτω από το καθεστώς της φεουδαρχίας παραχωρείται στο υποκείμενο η υπό όρους δυνατότητα για προσωπική ικανοποίηση διαμέσου της προσφυγής στην τελετουργική πρακτική της μονομαχίας.
Οι παραπάνω διαπιστώσεις που συντελούν στην επικύρωση του νομικού συστήματος της ετερόνομης κοινωνικής ολότητας πρώτα και κύρια ως ενός μηχανισμού που παράγει “αλήθεια”, αίφνης παύουν να ισχύουν όταν στο επίκεντρο της συζήτησης τίθενται τα λεγόμενα “πολιτικά αδικήματα”. Ολόκληρο το πολιτισμικό κατασκεύασμα της ποινικής δικονομίας, καθώς και η ιατροδικαστική επιστήμη, που παρέχει στα μοντέρνα νομικά συστήματα το σύγχρονο τεχνολογικό υπόβαθρο τους, προσανατολίζουν το περιεχόμενο και την μεθοδολογία τους στην συστηματική αποκάλυψη και θετικιστική ταυτοποίηση του “ενόχου”. Παρ’ όλα αυτά, σημασία στην πολιτική δίκη δεν έχει τόσο η τέλεση της πράξης αλλά το νόημα της. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι κατηγορούμενοι για τη διάπραξη πολιτικών “εγκλημάτων” όχι μόνο δεν αρνούνται την ενοχή τους, αλλά αναλαμβάνουν με υπερηφάνεια την πολιτική ευθύνη για τις πράξεις τους. Επιπλέον, σε χτυπητή αντίθεση με τις πάγιες αρχές της νομικής επιστήμης ως προς τον καθορισμό του κινήτρου, που αποδίδουν κανονιστική ισχύ στις εγωιστικές συμπεριφορές και διαθέσεις του ατόμου, το πολιτικό έγκλημα σπάνια αφορά το συμφέρον του ίδιου του δρώντα, ειδωμένο από μια στενή, εγωιστική σκοπιά. Συνακόλουθα, ο νομικός πολιτισμός της ετερόνομης κοινωνίας διόλου δεν επαρκεί για να ερμηνεύσει και να αποκωδικοποιήσει τη δράση των κοινωνικών αγωνιστών με τρόπο που να ικανοποιεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Δηλαδή, να την ανασκευάσει ιδεολογικά έτσι ώστε να την νοηματοδοτεί σαν εξορισμού καταχρηστική, με την έννοια ότι δεν αφορά τα συμφέροντα του ίδιου του υποκειμένου, και “άδικη”, από την άποψη ότι δεν συνάδει με καμία προϋπάρχουσα αντίληψη περί του τι συνιστά κοινωνική δικαιοσύνη. Κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι προκειμένου να καθοριστεί το νόημα των πράξεων των κοινωνικών αγωνιστών, οι τεχνικές που βρίσκονται στη διάθεση του ποινικού συστήματος και του δίνουν το δικαίωμα να διαδηλώνει προς πάσα κατεύθυνση πως κατέχει την “αλήθεια”, δεν έχουν κάποιον ουσιαστικό ρόλο να επιτελέσουν. Εξού και η απροθυμία των αντιπροσωπευτικών “δημοκρατιών” να χαρακτηρίσουν επίσημα και ανοικτά τα δικαστικά πογκρόμ σε βάρος των κοινωνικών αγωνιστών ως πολιτικές διώξεις. Γνωρίζουν πολύ καλά ότι αν προχωρήσουν σε αυτό το βήμα, αυτόματα εγκαταλείπουν το μονοπώλιο στην κατοχή της αλήθειας που μπορούν να ισχυρίζονται ότι τους ανήκει στη σφαίρα του κοινού ποινικού δικαίου. Όπως έγραψε κάποτε η Χάνα Άρεντ, η “αντικειμενική αλήθεια” είναι εκ φύσεως αντιπολιτική, αφού αποκλείει εξορισμού την άλλη άποψη και την ετεροκαθορίζει ως ψεύδος.i Είναι ο καλύτερος συνήγορος της εξουσίας επειδή απαιτεί συμμόρφωση και υποταγή άνευ όρων.
Είναι λοιπόν το δικαίωμα στην αυτενέργεια που επαναφέρει και διεκδικεί εκ νέου ο Ρουβίκωνας με τη θορυβώδη και αμετανόητη δραστηριότητα του. Στο ερώτημα που καμιά φορά τίθεται με φαινομενική απολιτίκ αφέλεια και διερωτάται φωναχτά, “ποιοι είναι αυτοί που ανέλαβαν να παίξουν τον ρόλο του αυτόκλητου υπερασπιστή των αδυνάτων”, εμείς απαντάμε πως το ίδιο ερώτημα που διατυπώνεται πάντοτε από τη σκοπιά της αστικής νομιμότητας προϋποθέτει την ύπαρξη μιας μόνιμης διάζευξης ανάμεσα σε αυτόν που βλέπει τα συμφέροντα του να πλήττονται και σε εκείνον που αναλαμβάνει δράση για να προστατέψει αυτά τα συμφέροντα. Ο Ρουβίκωνας δεν είναι “Οι Καταπιεσμένοι”, αλλά σίγουρα είναι ένα κομμάτι απ’ αυτούς. Δεν είναι η πολιτική πρωτοπορία των ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων της κοινωνίας, αλλά ένα ζωντανό και ταξικά συνειδητοποιημένο τμήμα τους που αντιστέκεται συλλογικά στην ταξική καταπίεση των ελίτ. Ως πολιτική συλλογικότητα που είναι, ο θεωρητικός αυτοπροσδιορισμός του Ρουβίκωνα εμπεριέχει έναν αναγκαίο βαθμό αφαίρεσης, εφόσον κάθε απόπειρα ταξικής συγκρότησης προτάγματος είναι ταυτόχρονα και μια διαδικασία πολιτικής αναπαράστασης που εκκινεί από το μικρό και το άμεσο, για να το συμπεριλάβει και να το εντάξει σε ευρύτερες θεωρητικές κατηγορίες κοινωνικής και ταξικής ανάλυσης. Παρ’ όλα αυτά, η ταξική εκμετάλλευση και κυριαρχία συντελείται μέσα από την παγίωση ιεραρχικών δομών ετεροκαθορισμού που εκφεύγουν και αναπαράγονται ανεξάρτητα από την ατομική δράση των κοινωνικών υποκειμένων. Συνακόλουθα, καμία θεωρητική σύλληψη και αναπαράσταση της αδικίας που αποκρυσταλλώνεται μέσα από τις ταξικές διακρίσεις της ετερόνομης κοινωνίας δεν είναι προσβάσιμη διαμέσου της οντολογικής τύφλωσης της αστικής νομικής επιστήμης, η οποία εξορισμού αναγνωρίζει μονάχα την ατομική ευθύνη ως την κατεξοχήν δύναμη που επενεργεί και παράγει αποτελέσματα στο σύμπαν των θεσμοποιημένων κοινωνικών σχέσεων. Η ταξική διάσταση είναι μια διάσταση της πράξης που σχεδόν εξανεμίζεται στο αστικό δίκαιο. Για παράδειγμα, οι κοινωνικές καταβολές ενός ποινικού εγκληματία, οι συνθήκες μέσα στις οποίες διαβιεί και ο ρόλος που έπαιξε ο παράγοντας φτώχεια στην τέλεση του “εγκλήματος” του, εξορισμού βρίσκεται εκτός της κοσμοθεωρίας της αστικής δικαιοσύνης που αντιλαμβάνεται κι εξετάζει τον παραβάτη ως μεμονωμένο αυτεξούσιο άτομο που φέρει την πλήρη ευθύνη για τις ηθικές επιλογές του. Αντίθετα, η επαναστατική δικαιοσύνη βλέπει το άτομο περισσότερο ως μέρος της κοινωνικής τάξης από την οποία προέρχεται και λιγότερο σαν μια ανεξάρτητη, απομονωμένη μονάδα.
Οι μαρξιστές συνηθίζουν να κρατούν αποστάσεις από αμιγώς ηθικές έννοιες όπως αυτή της “αδικίας” και σίγουρα θα σπεύσουν να μας υπενθυμίσουν ότι η ουσία του ζητήματος δεν έγκειται στην καταπάτηση κάποιου αφηρημένου κανόνα δικαίου, αλλά στην σύγκρουση πολύ πραγματικών, υλικών συμφερόντων ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις. Ωστόσο, καμία σύγκρουση συμφερόντων, όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται στη συγκέντρωση δύναμης που αναπαράγει την ταξική διάρθρωση των ετερόνομων κοινωνιών, δεν έχει το παραμικρό νόημα, ή δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν καταλύτης για την εκδήλωση του κοινωνικού ανταγωνισμού, αν δεν βιώνεται σαν αδικία από τα υποκείμενα που υπόκεινται σε αυτήν.ii
Από αυτή την άποψη, ο Ρουβίκωνας, με την άμεση δράση του, ανοίγει την κερκόπορτα για την επιστροφή των βαρβάρων. Επαναφέρει το αίσθημα της συλλογικής ευθύνης που διαπότιζε την κοινωνική ύπαρξη των Οτεντότων της Αφρικής, στη γη των οποίων θεωρούνταν σκάνδαλο “να φας προτού φωνάξεις τρεις φορές για να διαπιστώσεις αν υπάρχει κάποιος που θέλει να μοιραστεί το γεύμα σου”.iii Κι αυτό γιατί οι φαντασιακές σημασίες της ταξικής αλληλεγγύης και της προλεταριακής ενότητας δεν μπορούν να ριζώσουν μακριά από μορφές συλλογικής δράσης που θα τους προσδώσουν την υλική τους διάσταση. Παραβλέποντας προς στιγμή τον ανοικτό και αμεσοδημοκρατικό χαρακτήρα της οργάνωσης, το να ισχυρίζεται κανείς πως οι αγωνιστές του Ρουβίκωνα ετεροκαθορίζουν τους υπόλοιπους προλετάριους με την μονομερή δραστηριότητα τους, είναι το ίδιο με το να πούμε ότι ανάμεσα σε δύο προλετάριους που λιμοκτονούν, εκείνος που προσπαθεί να ενεργήσει για να αλλάξει την κατάσταση του και να βγάλει αμφότερους από τη δυσχερή θέση, “ετεροκαθορίζει” τον άλλον προλετάριο που το μόνο που θέλει είναι να πεθάνει ήσυχα και να πάρει και τους δύο στον λαιμό του. Όπως δείχνει και η πρόσφατη κυνική θεσμοποίηση της 12ωρης εργάσιμης ημέρας στην Αυστρία από τους εκλεγμένους “αντιπροσώπους του λαού”, μέσα σ’ ένα σύστημα κοινωνικής οργάνωσης που είναι φτιαγμένο για να υπηρετεί την αδικία και να διαιωνίζει την εξουσία των ισχυρών, οι καταπιεσμένοι μόνο αυτόκλητους υπερασπιστές μπορούν να έχουν.iv Παραφράζοντας τον αναρχικό θεωρητικό Εμίλ Πουζέ, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η απόρριψη της ψήφου υπέρ ενός πολιτικού “αντιπροσώπου” που ποτέ δεν κρατάει τον λόγο του και η αντικατάσταση της από την μέθοδο της άμεσης δράσης με ταξικό περιεχόμενο, είναι επί της αρχής το ίδιο πράγμα με την εγκατάλειψη της προσευχής σ’ έναν θεό που βρίσκεται εκεί ψηλά αλλά ποτέ δεν ακούει, και της αντικατάστασης της από την υλική μέθοδο και την πρακτική της αυτενέργειας.v Γιατί η απελευθέρωση των προλετάριων μόνο μέσα από τις δικές τους συλλογικές προσπάθειες μπορεί να προέλθει.
iH. Arendt, Truth and Politics, https://idanlandau.files.wordpress.com/2014/12/arendt-truth-and-politics.pdf.
iiΓ. Σωτηρόπουλος, Διψώντας για Δικαιοσύνη (Futura).
iiiΠ. Κροπότκιν, Αλληλοβοήθεια (Εκδόσεις Καστανιώτη), σελ. 195.
ivΑυστρία: Ψηφίστηκε το 12ωρο στη Βουλη – Πανηγυρίζουν οι βιομήχανοι, http://www.imerodromos.gr/aystria-psifistike-to-12oro-sti-voyli-panigyrizoyn-oi-viomichanoi/.
vE. Pouget, Direct Action, https://libcom.org/library/direct-action-emile-pouget.