Στις 19 Μαΐου κατά τη συνεδρίαση της ολομέλειας της βουλής για την ψήφιση του νομοσχεδίου για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Γιάννης Λοβέρδος δηλώνει “Μπορεί να είσαι ένας κακός σύζυγος, αλλά μπορεί να είσαι καλός γονιός. Υπάρχει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου. Μπορεί εγώ να χώρισα με τη γυναίκα μου και να έχω πάθος εναντίον της αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είμαι κακός πατέρας. Όπως αντίστροφα, μια γυναίκα την οποία ο άνδρας της την απατά, την έδερνε, την κακοποιούσε και έχει μίσος εναντίον του πρώην άνδρα της, όμως παρόλα αυτά έχει το παιδί το δικαίωμα να μεγαλώνει και με τους δύο γονείς“.
Η επαίσχυντη αυτή δήλωση δεν επιδέχεται καμίας αιτιολόγησης και δε χωράει καμία όψιμη απολογία από τον Λοβέρδο, ακριβώς γιατί δεν υπήρξε κανενός είδους παρεξήγηση˙ η πατριαρχία είναι βαθιά ριζωμένη σε κομμάτια της κοινωνίας, διαιωνίζεται και μεταφέρεται από γενιά σε γενιά, με βασικό όχημα την κανονικοποίηση πατριαρχικών και σεξιστικών συμπεριφορών και το ξέπλυμα όσων τις αναπαράγουν. Η δε παρούσα κυβέρνηση, βρίσκεται σε ένα κρεσέντο οπισθοδρόμησης, όπου θέλει αφενός να παρουσιάζεται ως πουριτανική, και αφετέρου φτάνει έως και σε επίπεδα συγκάλυψης κακοποιητών, βιαστών και παιδεραστών. Τα κεκτημένα των φεμινιστικών αγώνων προηγούμενων ετών έχουν τεθεί στο στόχαστρο της κυβέρνησης, η οποία έχει ανοίξει ένα νομικό πόλεμο σε έμφυλο επίπεδο, τασσόμενη φυσικά υπέρ της πατριαρχίας και έχει εξαπολύσει διάφορα στελέχη της για να προπαγανδίσουν υπέρ της επιστροφής στο μεσαίωνα. Κορυφαία μάχη σε αυτό τον πόλεμο, αποτελεί ο νόμος Τσιάρα περί υποχρεωτικής συνεπιμέλειας, αν και καθώς φαίνεται, η κατάργηση γυναικείων κεκτημένων και δικαιωμάτων, δε σταματά εδώ και ο Τσιάρας ετοιμάζει νέο νομοσχέδιο στο οποίο ύπουλα απαλείφεται ο όρος της συναίνεσης στο έγκλημα του βιασμού. Ο Γιάννης Λοβέρδος, πιστός ταγός στις κυβερνητικές επιταγές, γνωστό πλυντήριο από τα χρόνια του στις μαύρες σελίδες της «δημοσιογραφίας», εξαργυρώνει τώρα την παροχή υπηρεσιών του με μια βουλευτική θέση, από τα έδρανα της οποίας καλεί σε συσπείρωση ένα από τα πιο ρατσιστικά, ξενοφοβικά και σεξιστικά κομμάτια ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας. Και δε δίστασε για τις ανάγκες της πολιτικής του καριέρας, να πέσει τόσο χαμηλά όσο να ξεπλύνει τους κακοποιητές συζύγους.
Κατ’ αρχάς, είναι αναγκαίο να υπενθυμίσουμε σε όσους τεχνηέντως κάνουν πως δε γνωρίζουν, ότι η συνεπιμέλεια υπήρχε ήδη υπό όρους και αποδίδονταν και στους δύο γονείς, από το μέχρι πρότινος εφαρμοζόμενο δίκαιο, δηλαδή προ της ψήφισης του εν λόγω νομοσχεδίου. Οι γονείς, μπορούσαν να μοιράζονται τις ευθύνες, τις υποχρεώσεις και το χρόνο με τα παιδιά εφόσον συναινούσαν και οι δύο σε αυτό.
Αυτό που νομιμοποιήθηκε πλέον, είναι η υποχρεωτική κι επιβαλλόμενη συνεπιμέλεια κι εναλλασσόμενη κατοικία των παιδιών απευθείας από το δικαστήριο, χωρίς τη συναίνεση των δύο γονιών ή των ίδιων των παιδιών. Συνεπώς, είναι σαφές ότι για να μην έχει επιλεγεί από τους γονείς η συνεπιμέλεια, δεν έχουμε να κάνουμε με τις υποθέσεις συναινετικών διαζυγίων, αλλά κυρίως με εκείνες που αφορούν τα άτομα, στην πλειονότητά τους γυναίκες, που προσπαθούν να φύγουν από τον εγκλωβισμό ενός κακοποιητικού, βίαιου και άνισου γάμου. Σε μία κοινωνία που ήδη δυσχεραίνει οποιαδήποτε προσπάθεια ενός ατόμου να καταγγείλει την κακοποίηση που υφίσταντο και να ξεφύγει από αυτήν, δεδομένης της ακαταλληλότητας των φορέων και των διαδικασιών που απαρτίζουν αυτό το Γολγοθά, της υποστελέχωσης και υποχρηματοδότησης των δομών που απευθύνονται σε κακοποιημένες γυναίκες και παιδιά, έρχεται να προστεθεί ένα εμπόδιο ακόμα: ένας νόμος που λειτουργεί μόνο εις βάρος της καταγγέλουσας που βρίσκει τη δύναμη να μιλήσει, να φύγει και να προστατέψει την εαυτή και τα παιδιά της. Παράλληλα, γνωρίζοντας ήδη πως η πρόσβαση και η μεταχείριση στο δικαστικό σύστημα είναι ταξικό, έμφυλο και φυλετικό προνόμιο, ο νόμος αυτός ήρθε για να μεγαλώσει περισσότερο το χάσμα μεταξύ ενδοοικογενειακής βίας και γιατρειάς στα τραύματα των θυμάτων. Ειδικότερα, με την υποβάθμιση της ρύθμισης που αφορά το συμφέρον του παιδιού προκειμένου να αποφευχθεί η υποχρεωτική συνεπιμέλεια είναι απαραίτητο να υπάρχει οριστική καταδικαστική απόφαση για ενδοοικογενειακή βία ή για εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή για εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής. Μέχρι τότε, το παιδί υποχρεούται σε συναναστροφή με τον κακοποιητή.
Μέσα από το νόμο αυτό, ο εκάστοτε κακοποιητικός πρώην σύζυγος και πατέρας κανονικοποιεί τη συμπεριφορά του εντός του κοινωνικού πλαισίου, άρα δικαιολογείται για τις πράξεις του, αποκαθιστά και ξεπλένει τη δημόσια εικόνα του και χτίζει την εικόνα του “καλού γονιού που περνά χρόνο με το παιδί του”, αδιαφορώντας για την τραγική ειρωνεία ότι στη συντριπτική πλειοψηφία αυτών των περιπτώσεων, ουδεμία σχέση φροντίδας και ποιοτικού χρόνου είχε με το παιδί του προ του διαζυγίου. Απλά γιατί τα κίνητρα της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας είναι αλλότρια. Αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι το παιδί αποτελεί λάφυρο στον ψυχολογικό ή και οικονομικό πόλεμο με την πρώην σύζυγο, και ο κακοποιητής πρώην σύζυγος δε χάνει ποτέ την εξουσία του πάνω στο παιδί και κατ’ επέκταση στη μητέρα, αφού κερδίζει την υποχρεωτική συναναστροφή μαζί της. Για αυτόν υπάρχει ακόμα το πεδίο για να συνεχίσει να ασκεί βία, ψυχολογική, λεκτική ή σωματική, να συνεχίσει να καταδυναστεύει ή να χειρίζεται το παιδί ή τη γυναίκα, μη αφήνοντας τα τραύματα να γιατρευτούν.
Σε ότι αφορά την ίδια τη δήλωση του Γ. Λοβέρδου, είναι ο ορισμός της ουσίας αυτού του κατάπτυστου νόμου που υπερψήφισε και το κόμμα του: ναι, δίνεται η δικαιοδοσία σε έναν κακοποιητή να περνά χρόνο με ένα ανήλικο παιδί – και αυτό δεν παρουσιάζεται ως προβληματικό, αλλά ως δικαίωμα (!). Όσο δίνεται χώρος στο δημόσιο λόγο για τέτοιες δηλώσεις, δίνεται και το βήμα σε αυτούς που θέλουν να συνεχίσουν να ξεπλένουν κακοποιητές να το πράξουν. Η δήλωση αυτή δεν είναι καθόλου αφελής, κινείται στη γραμμή της αποσύνδεσης μίας κακοποιητικής συμπεριφοράς από τον ίδιο τον θύτη, και στην απόδοσή της σε τρίτους παράγοντες όπως π.χ. στη σχέση θύτη-θύματος, σε συμπεριφορές του ίδιου του θύματος, στην καραντίνα, στη ζήλεια, στον έρωτα, στον ανταγωνισμό και σε οτιδήποτε άσχετο βολεύει το αφήγημα της κακοποίησης κάθε φορά. Έτσι, ο κακοποιητής μετατρέπεται απλά σε “πιεσμένο” σύζυγο ο οποίος, με τη βούλα του νόμου πλέον, ενώ καταχράστηκε οποιοδήποτε ανδρικό προνόμιό του, αντί να χάνει το δικαίωμα στην πατρότητα για να διασφαλιστεί η ψυχική και σωματική υγεία παιδιού και μητέρας, του δίνεται επίσημα η δυνατότητα να συνεχίζει να ασκεί βία στο παιδί ή στην πρώην σύζυγο με άμεσο και έμμεσο τρόπο. Τα έχουμε πει και θα τα ξαναπούμε όσες φορές και με όσους τρόπους χρειαστεί: για την κακοποίηση ευθύνεται μόνο ο κακοποιητής. Κι ο κακοποιητής δε δικαιούται καμία περαιτέρω επαφή με τα θύματά του.
Εμείς θα συνεχίσουμε να μαχόμαστε και στα δύο πεδία: θα συνεχίσουμε να πολεμάμε και τους ανθρώπους-πλυντήρια και τους κακοποιητές. Για το λόγο αυτό, σήμερα Σάββατο 12 Ιουνίου επισκεφτήκαμε το πολιτικό γραφείο του Γιάννη Λοβέρδου και πραγματοποιήσαμε παρέμβαση στην είσοδο, για να αποκαταστήσουμε στο δημόσιο λόγο αυτό που πρέπει να λέγεται έως ότου γίνει κτήμα της κοινωνίας:
ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΚΟΠΟΙΗΤΩΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΟΒΟΝΤΑΙ, ΟΧΙ ΓΙΑ ΝΑ ΚΡΑΤΑΝΕ ΠΑΙΔΙΑ
Φεμινιστικός Τομέας Ρουβίκωνα